- λιβανιστής
- ο [λιβανίζω]1. αυτός που θυμιατίζει, που λιβανίζει2. μτφ. κόλακας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιβανιστής — ο θηλ. ίστρια 1. αυτός που λιβανίζει. 2. ταπεινός κόλακας: Κατάντησε λιβανιστής του εκάστοτε υπουργού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)